- παιδεραστίαις
- παιδεραστίαlove of boysfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυλοτομώ — καυλοτομῶ, έω (Μ) κόβω τον καυλό, το πέος, καυλοκοπώ* («τοὺς ἐν παιδεραστίαις εὑρισκομένους καυλοτομεῑσθαι», Μαλάλ. Ι.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «πέος» + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχοτομώ, καινο τομώ] … Dictionary of Greek